16.11.11

Ένα κάποιο βήμα

Αρχική μου πρόθεση, αγαπητέ αναγνώστη, όσο ακόμη κυοφορούσα το πρόπλασμα αυτού ακριβώς του ιστοχώρου, ήταν να επινοήσω μια μονόπρακτη αστική τραγωδία ή ένα σύντομο ευθυμογράφημα επιχειρώντας να αποφύγω τεχνηέντως το μαρτύριο της συγγραφής μιας θελκτικής εισαγωγής. Θα συμμεριζόμουν τη δικαιολογημένη απογοήτευσή σου, αγαπητέ αναγνώστη, θα χειροκροτούσα επιπλέον ένθερμα και με γυμνά χέρια ( κάτι που δεν συνηθίζω σε κοινωνικές εκδηλώσεις ) το βιτριολικό λόγο σου που στήριξες στη συγγραφική μου αδυναμία, την έλλειψη δημιουργικής φαντασίας και τη φτώχια του λεξιλογίου μου και αυτομάτως θα εγειρόμουν απο το εδώλιο του κατηγορουμένου τη στιγμή που θα εξαπόλυες την τελευταία μομφή που συνοπτικά αφορούσε τη χρήση των λέξεων πτωχεία, πενία και ένδεια από μέρους μου μονάχα ως αποτέλεσμα επισταμένης αναζήτησης σε ένα πάμφθηνο, ξεχασμένο, σκούρο, δερματόδετο λεξικό που έκρυβα ταραγμένος στο τελευταίο ράφι μιας κερασένιας βιβλιοθήκης κάθε που είχα επισκέψεις. Θα σηκωνόμουν, απλώνοντας τα γυμνά μου χέρια σαν άλλος υπνοβάτης ( κάτι που δεν συνηθίζω σε κοινωνικές εκδηλώσεις ) απολαμβάνοντας σιωπηρά την αίσθηση των ατσάλινων δεσμών του καταδικασμένου, ίσως ακόμη ομολογώντας στον εαυτό μου ότι είμαι μια μεταφορά της κερασένιας βιβλιοθήκης, μια φωτογραφία ξύλου τυπωμένη σε μείγμα ξυλοπολτού και ρυτινών, μια αποθήκη αυστηρά προσωπικών ελαττωμάτων, αδυναμιών και αποτυχιών  . Με αφοσίωση στυλίτη μοναχού, θα πηδούσα από το τελευταίο ράφι και θα δινόμουν ολόψυχα στον εκτελεστή μου, διότι έχω και εγώ υπάρξει στο παρελθόν απελπισμένος αναγνώστης.




Είναι ένα παγωμένο μεσημέρι, έχω μόλις επιστρέψει από το Ίδρυμα. Η τελετουργία είναι και σήμερα απαράλλακτη: αφήνω το σκούρο πανωφόρι στη ράχη της πολυθρόνας, φορώ ένα νέο ζευγάρι κάλτσες, ετοιμάζω μια κούπα, την ίδια πάντα κούπα, τσάι, και στέκομαι μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή για να συγχρονιστώ με τη ροή των νέων. Προσπερνώ βιαστικά τα ανιαρά ιστολόγια, τις πληκτικές οικογενειακές ιστορίες, τους υπερφίαλους πλεονασμούς των επίδοξων ποιητών, τις επιφανειακές μουσικές των νέων τραγουδοποιών και παγώνω τη ροδέλα αντικρίζοντας μια γνώριμη φωτογραφία. Πρόκειται πράγματι για την ίδια φωτογραφία εκείνου. Σε τούτη την αναδημοσίευση μάλιστα εκπληρώνει και την προφητεία που είχα εικάσει ότι εσώκλειε, αφού στεγάζει πέντε αράδες αγνώστου ιστολόγου, μαχαίρι στην καρδιά. Είναι ένα κηδειόσημο. Κάποιος άλλος άντρας θεώρησε χρέος του να ενημερώσει τον κόσμο για την απώλειά σου, ίσως για το λόγο ότι ήθελε να μεταβιβάσει τον πόνο του, ίσως διότι πίστευε στην περίτρανη ομορφιά σου που σίγουρα είχε αγγίξει κι άλλα φαντάσματα πλην εμού. Εμείς, όμως, είχαμε ενσωματωθεί, όλως τυχαίως, με κάθε σκαλί που κατέβαινα, αφότου είχα βροντήξει πίσω μου την ξύλινη, παράταιρη πόρτα οργισμένος με την αναισθησία των παρευρισκομένων σε εκείνο τον προσφατως βαπτισμένο εναλλακτικό χώρο με τις θερμές μελωδίες. Είχαμε ενσωματωθεί ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. 


Η προφητεία είναι της οικογενείας του Nobuyoshi Araki στο Winter Journey. Εκείνο το βράδυ τα βλέμματα μας συναντώνται για πρώτη φορά χωρίς εμπόδιο και εύκολα με πείθεις να σε συνοδεύσω πίσω στον ορυμαγδό. Στην ηλεκτρονική οχλαγωγία γνωρίζονται για πρώτη φορά τα σώματά μας ρυθμικά, πιο συγκρατημένα από μέρους σου. Λες δεν σου αρέσουν αυτά τα μέρη, αυτός ο κόσμος, αυτά τα προσωπεία και συμφωνώ μαζί σου θωπεύοντας όπου προφταίνω, με έναν ανεξήγητο φόβο κατα νου, μην μου τελειώσεις. Ύστερα λες θα φύγεις, αν θέλω να με πας σπίτι, και είναι αλήθεια έχω κουραστεί σ' αυτές τις επουσιώδεις εκδηλώσεις καθώς φθάνω πάντα πρώτος, αμήχανα ζητώ πίσω το παλτό μου από τον υπεύθυνο και βγαίνω στους δρόμους ψάχνοντας τρόπους να σκοτώσω το χρόνο μου μέχρι να γεμίσει ο χώρος. Εκείνη τη φορά θυμάμαι, είχα αναμιχθεί σε ένα πλήθος διαδηλωτών που είχαν επιστρατεύσει μια ομάδα ποιητών του δρόμου, εκείνων των εύμορφων, ερωτικών νέων με τα φαρδιά παντελόνια και τη βαριά φωνή που με συνοδεία κοφτών ήχων αυτοσχεδιάζουν εκφράζοντας τον προβληματισμό τους. Ουσιαστικά πρόκειται για άλλο ένα ερωτικό κάλεσμα στο βασίλειο των ζώων. Όλοι οι μαυροντυμένοι , με μπουκάλια μπύρας, είτε με ναρκωτικά, είτε με μια νυχτερινή θλίψη ανά χείρας, είμαστε ερωτευμένοι με τους ραψωδούς. Το ρολόι έχει σημάνει πλέον μιάμιση και είμαστε και οι δυο εκεί, εσύ φοράς το πουκάμισο που τόσο σε κολακεύει, το αθώο βλέμμα σου κι αλήθεια είσαι τόσο ζωντανός όταν τραντάζεσαι στη ράχη του ηχείου. Αρνούμαι βλακωδώς την πρότασή σου μόνο για να μετανιώσω δύο λεπτά αργότερα και να παραγκωνίσω όλο το πλήθος τρέχοντας στο κατόπι σου. Αλλά εσύ έχεις ήδη φύγει και δεν θα σε ξαναδώ ποτέ.


Η ώρα είναι ήδη πεντέμιση και έχει αποκτήσει υφή μεταλλική. Χαιρετώ βεβιασμένα και κατευθύνομαι προς τον κεντρικό δρόμο με την ελπίδα να προλάβω το τρόλλευ, σχεδόν τρέχω, σκοντάφτω και σπάω τα μούτρα μου. Σηκώνομαι, και ξεσκονίζομαι αγνοώντας  τα χαχανητά των μέθυσων καθώς είμαι ήδη επικεντρωμένος στην αναζήτηση του εμποδίου με σκοπό να το εκσφενδονίσω όσο πιο μακριά δύναμαι. Το βρίσκω αμέσως, σαβανωμένο με μια ισχνή κουβέρτα και σχήμα ακαθόριστο. Κλωτσώντας το ψηλά και κοιτώντας από απόσταση συνειδητοποιώ έντρομος ότι έχω σουτάρει ένα βρέφος. Μέχρι που αυτό χτυπά ξανά στο πεζοδρόμιο και μες στη νεκρική σιγή του ξημερώματος ξεδιπλώνεται εκκωφαντικά η απάτη. Είναι  ένα κούφιο κέλυφος, μια πλάνη οπτική, μια ψευδαίσθηση αξίας περιφρονητικού οίκτου και σπανίως λίγων κερμάτων. Είχα διαβολοστείλει ένα καύκαλο και αυτό ήταν ένα κάποιο βήμα.